συμφύσῃ

συμφύσῃ
συμφύσηι , σύμφυσις
growing together
fem dat sg (epic)
συμφύ̱σῃ , συμφύω
make to grow together
aor part act fem dat sg (attic epic ionic)
συμφύ̱σῃ , συμφύω
make to grow together
aor subj mid 2nd sg
συμφύ̱σῃ , συμφύω
make to grow together
aor subj act 3rd sg
συμφύ̱σῃ , συμφύω
make to grow together
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σύμφυση — (Ιατρ.). Παθολογική ένωση δύο επιφανειών βλεννογόνου, ορογόνου ή δέρματος που συγκολλούνται μεταξύ τους από αφορμή ενός εξιδρώματος ή νεκρωτικού υλικού. Συνήθως είναι αποτέλεσμα μιας φλεγμονώδους διεργασίας ή ενός τραύματος των ιστών. Σ.… …   Dictionary of Greek

  • σύμφυση — η 1. φυσική συνένωση: Σύμφυση βλαστών. 2. συνένωση οστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηβική σύμφυση — Σύμφυση της λεκάνης, με την οποία τα δύο ηβικά οστά ενώνονται μεταξύ τους στην πρόσθια επιφάνεια της λεκάνης. H η.σ. αποτελεί το στερεό υπόστρωμα του εφηβαίου …   Dictionary of Greek

  • συνέχεια — η, ΝΜΑ [συνεχής] (για πράγμ. και καταστάσεις) αδιάκοπη συνοχή ή διαδοχή, αδιάσπαστη ακολουθία νεοελλ. 1. αυτό που έπεται, αυτό που επακολουθεί («η συνέχεια τού άρθρου δημοσιεύεται αύριο») 2. σημείο στίξης [ ] που μπαίνει ανάμεσα στις συλλαβές μη… …   Dictionary of Greek

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • συμφυτικός — ή, ό / συμφυτικός, ή, όν, ΝΑ [σύμφυτος] αυτός που επιφέρει σύμφυση νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύμφυση 2. ιατρ. (για φλεγμονή) αυτή που προκαλεί συμφύσεις μεταξύ οργάνων ή ιστών τού σώματος, οι οποίοι είναι φυσιολογικά χωριστοί… …   Dictionary of Greek

  • αγκυλοβλέφαρος — ἀγκυλοβλέφαρος, ον (Α) αυτός που πάσχει από αγκύλωση, σύμφυση τών βλεφάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + βλέφαρον] …   Dictionary of Greek

  • αδέλφωμα — και αδέρφωμα, το [αδελφώνω] 1. συμφιλίωση, μόνοιασμα 2. σύμφυση βλαστών, παραφυάδων από το ίδιο στέλεχος ενός φυτού, κυρίως δημητριακών …   Dictionary of Greek

  • αμφιάρθρωση — η (Ανατ.) τύπος άρθρωσης με περιορισμένη κινητικότητα. Περιβάλλεται από ισχυρούς επιδέσμους, ενώ συχνά ανάμεσα στις αρθρικές επιφάνειες παρεμβάλλεται ινοχόνδρινος δίσκος. Εδώ ανήκουν οι μεσοσπονδύλιες αρθρώσεις και η ηβική σύμφυση …   Dictionary of Greek

  • αρμογή — η (AM ἁρμογή) 1. το σημείο όπου εφαρμόζουν δύο πράγματα 2. η σύνδεση των οστών, η άρθρωση αρχ. 1. η σύμφυση δύο οστών (χωρίς άρθρωση) 2. μουσ. η αρμονία 3. «κώλων ἁρμογή» η σύνδεση των προτάσεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”